- πλατύποδας
- πλατύπουςflat-footedmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλατυπόδαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει πλατιά πόδια, πλατύποδας 2. αυτός που πάσχει από πλατυποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ποδάρα] … Dictionary of Greek
πλατύπους — (platypus). Γένος κυλινδρικών κολεόπτερων, της οικογένειας των Πλατυποδιδών. Έχουν πλατύ μέτωπο και ζουν μέσα στα ξύλα διάφορων δέντρων. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο κυλινδρικός, που ζει στις βελανιδιές της Ευρώπης. * * * ουν / πλατύπους, ουν… … Dictionary of Greek